Mar 28, 2016 RockAddiction Αφιερώματα, ΚΡΙΤΙΚΕΣ 0
Αν υπάρχει φίλοι μου κάποιο είδος μουσικής που κυριολεκτικά τρέφεται από τις ζωντανές εμφανίσεις, αγαπητοί αναγνώστες, αυτό είναι κυριολεκτικά το Hard Rock το Heavy Metal και φυσικά το Southern Rock.
Μπορεί οι studio δίσκοι να έχουν κι αυτοί τη σημασία τους, αλλά αν ανέβεις στη σκηνή και δεν τα βγάλεις πέρα, τότε φίλε, απλά είσαι χαμένος. Η επιλογή του εκάστοτε μουσικού στο Νότο είναι μια και μοναδική, ο δρόμος, αν δεν τριφτείς με τις ατελείωτες ώρες παιξίματος σε ασήμαντα μαγαζιά, με ασήμαντους πελάτες σε ακόμα πιο ασήμαντες πόλεις, δεν θα μάθεις ποτέ να παίζεις καλά και κυρίως με ψυχή.
Συγκροτήματα από τα άλλα είδη μουσικής (εκτός Rock) μπορούν να βασιστούν στους ακριβότερους παραγωγούς στα πιο εξελιγμένα studios και σε οποιαδήποτε άλλο τέχνασμα για να κάνουν τεχνικά άψογους καλούς δίσκους. Αλλά δυστυχώς απευθύνονται μόνο σε κοιμισμένους βούτυρο-μπεμπέδες.
Όταν το συγκρότημα ξέρει να ικανοποιήσει 100, 1000, 20.000 ή ακόμα και 100.000 κόσμο, αυτό είναι που μετράει και το συγκρότημα θα πετύχει, τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά.
Με απλά λόγια το live show είναι το Α και το Ω στη Rock μουσική, ο ακρογωνιαίος λίθος που πάνω του στήνεται όλο το οικοδόμημα της μουσικής μας.
Το Southern Rock πιστεύω πως έχει παρά πολλούς θαυμαστές κι αρκετούς φανατικούς, γνήσιους οπαδούς. Κι επειδή πρόκειται για μικρό αφιέρωμα, είναι αρκετά περιεκτικό και περιλαμβάνει μόνο τα 5+1 καλύτερα live albums όλων των εποχών. Βέβαια, λόγω χώρου, είναι αδύνατο να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες γύρω από το κάθε όνομα, γι’ αυτό θεωρήστε αυτό το αφιέρωμα σαν μια απαραίτητη αναφορά σε σπουδαίους live δίσκους της μουσικής του Νότου.
Αυτά τα ζωντανά σκληρά Νότια LP’s αποτελούν πραγματικό θησαυρό είναι διαμάντια από μόνα τους και αποτελούν κόσμημα για τη δισκοθήκη μας (σας). Όχι μόνο επειδή, είναι αριστουργηματικά Southern Rock albums, αλλά επειδή είναι και εξαιρετικά δυσεύρετα σε μορφή βινυλίου τώρα πια.
Ακλουθούν σε τυχαία σειρά (όπως πάντα βέβαια) τα 5+1 από τα καλύτερα live albums όλων των εποχών από το χώρο του Southern Rock, φυσικά προτιμήστε τα σε βινύλια για την καλύτερη-μεγίστη μουσική απόδοση και απόλαυση.
Καλή σας ακρόαση λοιπόν, φίλοι μου.
5+1 BEST SOUTHERN ROCK LIVE ALBUMS
RAUNCH ‘N’ ROLL, LIVE
February 1973
(Atco)
SIDE I: Getting’ Kinda Cocky, When Electricity Came To Arkansas, Gigolo, Hot Rod.
SIDE II: Mutants Of The Monster, Hot And Nasty, Up.
BLACK OAK ARKANSAS: Jim “Dandy” Mangrum – Vocals/ Scrub Board, Harvey Jett – Lead Guitar, Stanley Knight – Lead Guitar, Rick Reynolds – Rhythm Guitar, Pat Daugherty – Bass and Tommy Aldridge – Drums.
Χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία μα γράψω για τους Black Oak Arkansas, ένα από τα καλυτέρα και πιο παραγνωρισμένα σύνολα του Αμερικανικού Hard Rock/ Southern Rock της δεκαετίας του ’70. Υπάρχουν από τα μέσα των 60’s, κάτω από το όνομα Knowbody Else, τους προκατόχους δηλαδή των Black Oak Arkansas.
Οδηγούνταν από τον περίφημο Jim “Dandy” Mangrum, έναν χαρισματικό τραγουδιστή και performer με μια φωνή αλλοπρόσαλλη, τραχιά, αλήτικη και βρώμικη σα χαλίκια, που έχει ασφαλώς ηγετική θέση στο σχήμα. Και στίχους συχνά με πολύ οξείς κοινωνικές παρατηρήσεις, όπως στο “Mutants Of The Monster” που περιλαμβάνεται και εδώ σε μια πιο μεγάλη εκτέλεση.
Η σχέση τους με το Heavy Metal της εποχής (μιλάμε για 1971-1975, την εποχή ακμής των Black Oak Arkansas), υπήρχε μονάχα στην ένταση του ήχου, ενώ στην ουσία έπαιζαν ένα μάλλον σκληρό Southern Rock, με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Η ορμητικότητα τους κάπου άρχισε να εξαντλείται και το να κάνουν δίσκους δεν ήταν το πιο σημαντικό γι’ αυτούς. Το σχήμα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ζωντανές πλέον εμφανίσεις, στις οποίες εκδηλώνεται η επαναστατικότητα τους. Μια πραγματικά αντικομφορμιστική στάση απέναντι σε όλα, σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής (αρχές 70’s). Η μπάντα κατόρθωσε να σοκάρει ακόμα και τους νέους με την στάση της. Όπως και να ‘χει, το ζωντανό πνεύμα των Black Oak Arkansas άφησε ιστορία.
Το “Raunch ‘N’ Roll” ηχογραφήθηκε ζωντανά στις αρχές του 1973 στο Portland του Maine και στο Seattle κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Βγήκε σε μια εποχή που το σχήμα άρχιζε να γνωρίζει τη μεγάλη του επιτυχία, με τρεις κιθαρίστες και drummer τον Tommy Aldridge. Περιέχει επτά κομμάτια και τα καλυτέρα είναι τα “Hot And Nasty” (μια από τις μεγάλες, σχετικά επιτυχίες τους), το instrumental “When Electricity Came To Arkansas”, όπου ο Jim Dandy παίζει… σανίδα πλυσίματος, ένα «όργανο» πολύ διαδεδομένο στην Country μουσική και το Heavy Metal “Hot Rod”. Αξίζει να προσέξετε τα απίθανα «raps» του Jim Dandy ανάμεσα στα κομμάτια, με την κωμική Southern προφορά του, αλλά ολόκληρο το συγκρότημα παίζει εκπληκτικά, με τα lead solos από τις κιθάρες των Harvey Jett και Stanley Knight να ξερνάνε φωτιά και λαύρα πάνω στο γρανιτένιο μπάσο του Pat Daugherty και τα ευέλικτα τύμπανα του Tommy Aldridge, ο όποιος είναι δυναμίτης.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι απλά ένας από τους καλύτερους live δίσκους όλων των εποχών, ειδικά για το Southern Rock. Η παραγωγή ανήκει στον γνωστό Tom Dowd. Είναι που τέτοια μεγάλα Νότια συγκροτήματα έχουν προ πολλού εξαφανιστεί από τα δισκάδικα της χώρας μας. Το παρήγορο στην προκείμενη περίπτωση, είναι η μεγάλη δισκογραφία του group που γεννάει ασφαλώς και περισσότερες πιθανότητες ανακάλυψης κάποιου ή κάποιων δίσκων (στα καταστήματα μεταχειρισμένων), έστω και κατά τύχη.
ONE MORE FROM THE ROAD
13-September-1976
(MCA)
SIDE I: Workin’ For MCA, I Ain’t The One, Searching, Tuesday’s Gone.
SIDE II: Saturday Night Special, Travellin’ Man, Whiskey Rock-A-Roller, Sweet Home Alabama.
SIDE III: Gimme Three Steps, Call Me The Breeze, T For Texas.
SIDE IV: The Needle And The Spoon, Crossroads, Free Bird.
LYNYRD SKYNYRD: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Steve Gaines – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums and Billy Powell – Piano.
Το ιερό τέρας, θρύλος του Νότου στο καλύτερο live της καριέρας τους. Λόγοι που με κάνουν να επιμένω στον παραπάνω live δίσκο είναι καθαρά προσωπικοί (προσωπικό γούστο, συναισθηματική σύνδεση με κάποια τραγούδια).
Ένα από τα κλασικότερα live album όλων των εποχών στο Southern Rock και όχι μόνο, φυσικά και δεν πρέπει να λείπει από καμία σοβαρή Rock δισκοθήκη. Αυτό το album είναι με λίγα λόγια η επιτομή στο Southern Rock. Είναι το πρώτο live album της μπάντας, και το μόνο live album από τη λεγόμενη “κλασσική” εποχή του συγκροτήματος (1970-1977).
Ηχογραφημένο ζωντανά στο “Fox Theater”, στην Atlanta της Georgia τον Ιούλιο του 1976.
Το ’70 ήταν η εποχή των live δίσκων, ήταν ακριβώς για κάθε συγκρότημα η μορφή που χρησιμοποιούσε για να ενισχύσει την καριέρα του. Αλλά οι Lynyrd Skynyrd είχε ήδη καθιερωθεί ως το κορυφαίο Southern σχήμα από τη στιγμή που ξεκίνησαν το 1973, απλώς αυτό το διπλό album, ήρθε για να εδραιώσει πιο πολύ τη θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη του Southern Rock και του Rock.
Αυτό το ζωντανό κειμήλιο δείχνει ότι το συγκρότημα έδωσε την καρδιά και την ψυχή του σε αυτό το live. Το “Thusday’s Gone” είναι ακόμα πιο εκρηκτικό και από την studio εκτέλεση του, το “Saturday Night Special” είναι εξίσου έντονο, το “Sweet Home Alabama” παίρνει μια γιορτινή ατμόσφαιρα, ενώ το 12-λέπτο “Free Bird” απλώνεται σε όλο και περισσότερο πιο επικές διαστάσεις από την studio έκδοση του.
Ο αείμνηστος, μεγάλος Ronnie Van Zant προτίμησε να δώσει ξυπόλητος τη συναυλία αυτή, έτσι ώστε ο περήφανος τραγουδιστής να μπορούσε να αισθανθεί το κάψιμο της σκηνής και το έκανε.
Οι Lynyrd Skynyrd στη δεκαετία του ’70 περιόδευαν ασταμάτητα. Με ένα οπλοστάσιο εκρηκτικών τραγουδιών, με μια καυτή τριπλή κιθαριστική επίθεση και με μια σφιχτή rhythm section. Αυτό το διπλό live είναι μια απόδειξη για την ικανότητα του σχήματος να κάνει καυτό, εκρηκτικό Rock ‘N’ Roll.
Ηχογραφημένο κατά τη διάρκεια τριών καυτών βραδιών στο ιστορικό και φιλόξενο Fox Theater.
Το live set των Skynyrd τροφοδοτείται με το “Workin’ For MCA”, ακολουθούν τα “I Ain’t The One” και “Searchin’”. Το σχήμα επιβραδύνει λίγο τον ρυθμό με το μελωδικό “Tuesday’s Gone”, πριν να χτυπήσουν ξανά με το δυναμικό “Saturday Night Special” και το “Whiskey Rock-A-Roller”. Πριν το κλείσιμο του δίσκου με το επικό “Free Βird», οι Lynyrd Skynyrd χτυπούν ξανά με τα “Sweet Home Alabama”, “Gimme Three Steps”, “The Needle And The Spoon” και μια διασκευή των Cream στο “Crossroads”.
Το “Free Βird” είναι το tour-de force από αυτό το live, τα 12 λεπτά βασίζονται στις κιθαριστκές εκρήξεις των Gary Rossington, Allen Collins και Steve Gaines, η απόλυτη επίθεση των έξι χορδών.
Το ’76 οι Lynyrd Skynyd εμφανίστηκαν ζωντανά στο θρυλικό Fox Theater, κατά τη διάρκεια της sold-out “Gimme Back My Bullets” περιοδείας τους. Αρχικά το live ήταν προγραμματισμένο για στις 5-6-7 Μαΐου του 1976, όταν όμως ο κιθαρίστας Gary Rossington έσπασε ένα δάχτυλο, οι ημερομηνίες συναυλιών μεταφέρθηκαν τον Ιούλιο. Η δίμηνη αυτή καθυστέρηση επιτρέπει στο νεότερο μέλος του συγκροτήματος, τον κιθαρίστα Steve Gaines, να μάθει καλύτερα τα τραγούδια τους, ενώ είχε εμφανιστεί μόνο τρεις φορές επάνω στη σκηνή μαζί τους.
Οι παραστάσεις στο Fox Theater ηχογραφήθηκαν από τον παράγωγο Tom Dowd, που είχε προηγουμένως εργαστεί στο “Wheels Of Fire” των Cream και στο live album των Allman Brothers Band “At Fillmore East”, album που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τα μέλη των Skynyrd.
Ταλαντούχοι μουσικοί που ήταν περήφανοι για τις ρίζες τους, αγαπούσαν τη μουσική, δημιούργησαν ένα live album με εξαιρετικό ήχο, φανταστική ατμόσφαιρα, διασκέδαση και λαμπρή μουσική. Όλα τα όργανα ακούγονται καθαρά, κάθε κιθάρα είναι διακριτή το οποίο δεν συμβαίνει συχνά σε διάφορες άλλες studio ηχογραφήσεις. Αυτό είναι τόσο σημαντικό με συγκροτήματα όπως οι Lynyrd Skynyrd, όπου οι τρεις κιθαρίστες έχουν όλες τις ικανότητες και το ταλέντο για να πάει μπροστά μια μπάντα. Κατά τη διάρκεια του live οι επιδόσεις τους είναι φανταστικές με συχνά solo, είτε αυτοσχεδιάζοντας είτε ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Να αναφέρουμε ότι και το πιάνο του Billy Powell στέκετε επίσης καλά μαζί με τις κιθάρες, προσθέτοντας ένα ακόμη υπέροχο στρώμα στα τραγούδια.
Εάν δεν είστε αρκετά εξοικειωμένοι με τους Lynyrd Skynyrd, τότε αυτό το live είναι το καλύτερο για να ξεκινήσετε. Όπως έχω πει, τα τραγούδια είναι ίσως καλύτερα και ισοδύναμα από τα studio, έτσι ακόμα κι αν έχετε ακούσει τους δίσκους τους αυτό το live εξακολουθεί να είναι κάτι που πρέπει να ελέγξετε. Η υψηλότερη θέση στα US chart ήταν η 9, ενώ έχει γίνει 3 φορές πλατινένιο.
AT FILLMORE EAST
July 1971
(Capricorn)
SIDE I: Statesboro Blues, Done Someday Wrong, Stormy Monday.
SIDE II: You Don’t Love Me.
SIDE III: Hat ‘Lanta, In Memory Of Elizabeth Reed.
SIDE IV: Whipping Post.
ALLMAN BROTHERS BAND: Duane Allman – Vocals/ Guitar, Gregg Allman – Vocals/ Organ/ Piano, Dickey Betts – Vocals/ Guitar, Berry Oakley – Bass, Jai Johanny Johanson – Drums and Butch Trucks – Drums.
Το “At Fillmore East” είναι ένα από τα καλύτερα live albums του Rock, με το αρχικό line-up της μπάντας.
Στη σκηνή η χημεία των Allman Brothers ήταν σε όλο της το μεγαλείο. Η διπλή επίθεση από τις κιθάρες των Duane και Dickey είναι εκπληκτική, όπως και το στιβαρό μπάσο του Berry ενώ οι δύο drummers Jai και Butch είναι δυναμίτες πίσω από τα τύμπανα, ενώ τέλος ο Gregg με την ισχυρή και μελωδική φωνή του γεμάτη blues και η συνεισφορά του στα πλήκτρα, προσφέρει το κερασάκι στην τούρτα.
Σχηματίστηκαν στο Macon της Georgia το 1969 και το “At Fillmore East” παραμένει από τις μεγαλύτερες πωλήσεις της μπάντας ever, θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα live albums όλων των εποχών. Ηχογραφημένο στην αίθουσα Fillmore East, ΝΥ, την Παρασκευή και το Σάββατο 12-13 Μαρτίου του 1971, στον ιστορικό αυτό Rock χώρο το συγκρότημα παίζει δυναμικό Southern Rock με ψυχή και τσαμπουκά και με επιρροές από Blues Rock και Jazz.
Το album είναι σε παραγωγή του Tom Dowd, που συμπυκνώνει σε όλη την διάρκεια των τραγουδιών το μεγαλείο της μπάντας, ενώ έφτασε μέχρι τη θέση 13 στα charts του Billoard.
Ένα από τα πιο διάσημα ζωντανά albums που ηχογραφηθήκαν στο Fillmore East, και ένα από τα καλύτερα live που έχω ακούσει ποτέ, έτσι πρέπει να είναι μια ζωντανή παράσταση και έτσι να ακούγεται. Αυτό που βρίσκω αξιοσημείωτο σε αυτό το live, είναι ο αυτοσχεδιασμός που μερικά από τα κομμάτια κατέχουν, υπάρχουν τρία κομμάτια που ξεπερνούν τα δέκα λεπτά σε διάρκεια, η ικανότητα του συγκροτήματος πραγματικά λάμπει εδώ. Η μουσική ακόμα και στη πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια των τραγουδιών δεν κουράζει καθόλου τον σωστό Rock ακροατή. Το “Statesboro Blues” που ανοίγει το δίσκο είναι διασκευή του Blind Willie McTell, οι Allman Brothers κάνουν φανταστική δουλειά εδώ. Παρόλο που το συγκρότημα κάνει κι άλλη διασκευή σε τραγούδι του T. Bone Walker στο “Stormy Monday” οι επιδόσεις τους είναι μοναδικές, τα solo τόσο στην κιθάρα όσο και στο organ είναι υπέροχα, όπως υπέροχα είναι και τα φωνητικά του Gregg. Το “You Don’t Love Me” είναι εύκολα το αγαπημένο μου τραγούδι από αυτό το δίσκο, που περιλαμβάνει όλη την δεύτερη πλευρά του album, τα φωνητικά είναι ισχυρά, δυναμικά και τα solo της κιθάρας σε αυτό το τραγούδι είναι εκπληκτικά.
Η συγχώνευση του Blues και του Rock είναι υπέροχο στα δύο κομμάτια της τρίτης πλευράς, τα “In Memory Of Elizabeth Reed” και “Hat ‘Lanta” είναι κλασικά, τα συγχαρητήριά μου για το “Hat ‘Lanta” που η μπάντα πραγματικά απογειώνετε. Η αρχή είναι λίγο σθεναρή και λιγότερο εκφραστική αλλά στο δεύτερο μισό του τραγουδιού περιλαμβάνει μελωδικές κιθάρες ότι καλύτερο για την περίσταση.
Το “At Fillmore East” είναι ένα εκπληκτικά ισχυρό live και παρά την μικρή κριτική μου, είναι μία από τις καλύτερες ζωντανές εμφανίσεις των Allman Brothers. Αν σας αρέσει ο αυτοσχεδιασμός και τα solo, αυτό το live δεν θα σας απογοητεύσει, υπάρχουν πολλά solo κιθάρας και από τους δύο κιθαρίστες Dickey και Duanne, καθώς και solo στο organ από τον Gregg.
Καμία από τις φωτογραφίες του live δεν ελήφθησαν στο Filmore East, ο φωτογράφος Jim Marshall φωτογράφησε τους Allman Brothers κοντά στα κεντρικά γραφεία του σχήματος στο Macon, όπου η μπάντα είχε εγκατασταθεί από τη Florida κοντά στα γραφεία του manager τους Phil Walden. Κανονικά, η μπάντα μισούσε να φωτογραφηθεί για το εξώφυλλο του “At Fillmore East”.
BRING IN BACK ALIVE
1978
(Arista)
SIDE I: Introduction, Stick Around For Rock And Roll, Lover Boy, There Goes Another Love Song.
SIDE II: Freeborn Man, Prisoner, I Hope You Don’t Mine.
SIDE III: Song For You, Cold And Lonesome, Holiday, Hurry Sundown.
SIDE IV: Green Grass And High Tides.
OUTLAWS – Hughie Thomasson – Vocals/ Guitar, Bill Jones – Vocals/ Guitar, Freddie Salem – Vocals/ Guitar, Harvey Dalton Arnold – Bass, David Dix – Drums and Monte Yoho – Drums.
Ένα από τα ιερά τέρατα του Νότου στο καλύτερο live της καριέρας τους.
Αν με ανάγκαζαν με ένα όπλο στον κρόταφο, να διαλέξω το πιο γνήσιο και καλό Southern Rock δίσκο τους θα διάλεγα μάλλον αυτό το live, για πολλούς λόγους.
Κάποιοι λόγοι που με κάνουν να επιμένω στα παραπάνω λεγόμενα είναι καθαρά προσωπικοί (προσωπικό γούστο, συναισθηματική σύνδεση με κάποια τραγούδια).
Οι αντικειμενικοί λόγοι είναι κάποιοι από τους ακόλουθους… όλες οι συνθέσεις είναι αυθόρμητες και δεν αποβλέπουν πουθενά, σ’ αυτό το δίσκο η παντοδύναμη προσωπικότητα των Outlaws φαίνεται καθαρότερα απ’ ότι σε οποιοδήποτε άλλο δίσκο. Σε αυτό το live δείχνει τον καλύτερο εαυτό του ο άψογος κιθαρίστας και τραγουδιστής Hughie Thomasson, η ψυχή της μπάντας, σε όλα σχεδόν το τραγούδια οι τρεις κιθάρες των Outlaws κυριολεκτικά θερίζουν.
Το Southern Rock φούντωσε μεταξύ του 1973 και 1980, με πιο σημαντικά συγκροτήματα τους Allman Brothers Band τους Blackfoot τους Molly Hatchet και τους Lynyrd Skynyrd. Οι Outlaws, ένα σχήμα από την Tampa της Florida ήταν οι επικρατέστεροι για μια θέση στην πεντάδα. Από την αρχή το συγκρότημα δούλευε με 3 κιθαρίστες, κάτι που έδινε στο επηρεασμένο από Blues και Boogie Southern Rock τους, ένα δυναμικό ήχο στη σκηνή. Οι κιθαριστικές μονομαχίες ήταν εντυπωσιακές, αυτό το live δίνει ένα καλό δείγμα της βίας που μπορούσαν να επιδείξουν επί σκηνής οι Outlaws, εκείνη την περίοδο το σχήμα ήταν στην ακμή του.
Από τις αρχές του ’70 που συγκροτήθηκαν μέχρι και την διάλυση τους το 1994 περίπου, οι Outlaws τίμησαν το όνομα τους υπήρξαν ανέκαθεν ένα γνήσιο Southern Rock σύνολο.
Προσωπικοί φίλοι και συνεργάτες των Lynyrd Skynyrd, αφιέρωσαν το διπλό ζωντανό ηχογραφημένο τους δίσκο τους “Bring It Back Alive” στη μνήμη των μελών των Lynyrd Skynyrd, που έχασαν με τραγικό τρόπο τη ζωή τους.
Το ημίωρο “Green Grass And High Tides” αφιερώνεται ακριβώς στην μνήμη του μεγάλου αυτού Southern Rock group και αποτελεί τεκμήριο δεξιοτεχνίας και μουσικού αυθορμητισμού, απ’ όλα τα παλιά και νέα μέλη των Outlaws που συμμετείχαν στη ζωντανή ηχογράφηση αυτού του διπλού δίσκου.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης Hughie Thomasson, είναι ένας από τους πολύ-πολύ μεγάλους του Southern Rock, που ποτέ όμως δεν έτυχε της αναγνώρισης που του άξιζε, μόνο όταν τελικά πήγε στους Lynyrd Skynyrd το 1996.
Αν αποκτήσετε αυτό το live ή τα θρυλικά 4-5 πρώτα albums των Outlaws, θα καταλάβετε πως λίγοι μόνο έχουν την ικανότητα να σας μεταφέρουν από το σπίτι σας στην Oklahoma του Νότου το 1918.
Για όσους δεν έτυχε να ακούσουν ποτέ το συγκεκριμένο συγκρότημα, θα πω μονάχα ότι δεν πρόκειται για ένα απλό σχήμα, αλλά για πραγματικούς αγωνιστές της Νότιας ιδέας. Ποια είναι αυτή η ιδέα, λοιπόν δεν λέγεται αλλά νιώθετε (και πάλι από λίγους), λιβάδια, ορίζοντες και ψυχή. Αυτές οι σκόρπιες λέξεις μπορούν να μεταφραστούν σαν ασυναρτησίες ή σαν το νόημα των Outlaws, και το νόημα του Southern Rock.
HIGHWAY SONG
1982
(Atco)
SISE I: Gimme Gimme Gimme, Every Man Should Know (Queene), Good Morning, Dry Country, Rollin’ & Tumblin’, Fly Away.
SIDE II: Road Fever, Trouble In Mind, Train Train, Highway Song, Howay The Lads.
BLACKFOOT – Rickey “Rattlesnake” Medlocke – Vocals/ Guitar, Charlie Hargett – Guitar, Greg T. Walker – Bass and Jakson “Thunderfoot” Spices – Drums.
Αυτό το LP αποτελεί πραγματικό θησαυρό. Όχι μόνο επειδή, είναι ένα αριστουργηματικό Southern Rock album, αλλά επειδή είναι και εξαιρετικά δυσεύρετο σε μορφή βινυλίου.
Το “Highway Song” σφραγίζει την πρώτη αγνή περίοδο των Blackfoot, πριν αυτοί καταπιαστούν με πιο εμπορικές φόρμες, χτυπημένου πλέον από τις διεθνείς τάσεις του Rock.
Αυτό το live, που ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας με τους Rolling Stones το ’82, δεν μπορεί παρά να απευθύνεται σε γνησίους σκληροτράχηλους Rockers και σε ξεροκέφαλους λάτρεις του δρόμου και του alcohol. Άλλωστε και ο ίδιος ο Rick Medlocke λίγο πριν αρχίσει το “Every Man Should Know”, κάνει μια αυθόρμητη αφιέρωση σε όλους τους whiskey drinkers της νύχτας, αφήνοντας το κοινό να παραληρεί.
Αν και μιλάμε για ένα Αμερικανικό συγκρότημα του Νότου, με γερές βάσεις και οπαδούς εκεί, το live τους αυτό βγήκε για την Ευρώπη και δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Αμερική. Βέβαια σήμερα είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να βρεθεί και στην Ευρώπη, σε μορφή βινυλίου τουλάχιστον. Αλλά απ’ την άλλη πάλι, το “Highway Song” δεν είναι το μοναδικό αριστούργημα των Blackfoot που έχει εκλείψει προ πολλού από τα ράφια των δισκοπωλείων… Οι δυο πρώτοι τους δίσκοι, “No Reservation” και “Flying High”, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανύπαρκτοι σε βινύλιο.
Οι Blackfoot φτιάχτηκαν το 1968 στο Jacksonville της Florida, μια περιοχή των ΗΠΑ που έχει αναδείξει Southern ονόματα όπως οι Allman Brothers, Lynyrd Skynyrd, Molly Hatchet, 38 Specials, Johnny Vant κ.ά. Το πρώτο τους όνομα ήταν Fresh Garbage, αλλά σύντομα μετονομάστηκαν σε Blackfoot ένα όνομα απολύτως δικαιολογημένο, απ’ τη στιγμή που ο μπασίστας Greg T. Walker (περπατητής) και ο drummer Jakson Spires (βέλος) είναι αυθεντικοί Ινδιάνοι Μακροπόδαροι “Blackfoot”. Για ένα μικρό διάστημα 1970-1971 ο τραγουδιστής/ κιθαρίστας Rick Medlocke ή αλλιώς “Rattlesnake” και ο Greg T. Walker άφησαν το συγκρότημα και συνεργάστηκαν σαν drummer και μπασίστας, αντίστοιχα με τους Lynyrd Skynyrd (δουλειά τους υπάρχει στο “First & Last”). Το 1972 επέστρεψαν ξανά στους Blackfoot και από τότε έμειναν μαζί και κυκλοφόρησαν τα πέντε πρώτα απίθανα studio albums τους.
Το live “Highway Song” περιλαμβάνει τραγούδια από αυτά τα studio albums όπως το “Road Fever”, που είναι αφιερωμένο στους bikers του Jacksonville, το “Good Morning”, το “Train, Train” και τον ύμνο “Highway Song”, που δεν έχει να ζηλέψει πολλά από τον ύμνο των Lynyrd Skynyrd το “Free Bird”.
Δυστυχώς, οι επόμενες δουλειές τους κλιμακώνουν μια αντίστροφη μέτρηση για το συγκρότημα, αλλά ας μην επεκταθούμε καλύτερα σ’ αυτό. Το “Highway Song” είναι το πνεύμα των Blackfoot, των παλιών καλών, αγέρωχων, αλύγιστων Blackfoot του whiskey και του Southern Rock.
Μετά από κάποια διάσπαρτα και όχι τόσο καλά ομολογουμένως albums στα ‘80s και ‘90s, ο Rickey Medlocke τελικά διαλύει ορίστηκα το συγκρότημα το 1995, ενώ το 1996 πηγαίνει για μόνιμα πια στους Lynyrd Skynyrd.
Το 2004 το σχήμα ξαναφτιάχνετε αλλά χωρίς τον Medlocke αυτή τη φορά στη σύνθεση, οι νέοι αυτοί Blackfoot κάνουν μόνο ζωντανές εμφανίσεις, χωρίς τη κυκλοφορία κάποιου studio δίσκου. Σήμερα συνεχίζουν ακόμα περιστασιακά αλλά χωρίς την φλόγα των παλιών καλών ημερών.
+1. MOLLY HATCHET
DOUBLE TROUBLE LIVE
November 1985
(Epic)
SIDE I: Whiskey Man, Bounty Hunter, Gator Country, Flirtin’ With Disaster.
SIDE II: Stone In Your Heart, Satisfied Man, Bloody Reunion, Boogie No More.
SIDE III: Freebird, Walk On The Side Of The Angels, Walk With You.
SIDE IV: Dreams I’ll Never See, Edge Of Sundown, Fall Of The Peacemakers, Beatin’ The Odds.
MOLLY HATCHET: Danny Joe Brown – Vocals, Dave Hlubek – Guitar, Duane Roland – Guitar, Riff West – Bass, Bruce Crump – Drums and John Galvin – Keys.
Όταν εμφανίστηκαν οι Molly Hatchet, έδειξαν να διεκδικούν το στέμμα του Νότου, μετά τον αποδεκατισμό των Lynyrd Skynyrd. Όπως οι Lynyrd Skynyrd και πολλά άλλα Νότια σχήματα, έτσι και οι Molly Hatchet ξεκίνησαν από το Jacksonville της Florida, το 1975, αν και ουσιαστικά πρωτάρχισαν από το 1971, με την συνεργασία των κιθαριστών Dave Hlubeck και Steve Holland. Πήραν το όνομα Molly Hatchet από την ιστορία μιας κοπέλας (πόρνη), που ζούσε στο Salem τον 17ο αιώνα και έμεινε γνωστή σαν Abigail “Hatchet Molly”, γιατί αποκεφάλιζε τους εραστές της με ένα τσεκούρι, μετά την ερωτική πράξη. Το ίδιο εργαλείο χρησιμοποίησε και η Lizzie Borden, που έγινε εξ’ ίσου διάσημη.
Οι Molly Hatchet πήραν τον drummer Bruce Crump και τον μπασίστα Barner Tomas το 1975, ενώ ο τραγουδιστής Danny Joe Brown από τους Rum Creek. Τελευταίος ήρθε ο κιθαρίστας Duanne Roland. Και το συγκρότημα, έπειτα από τη συσσώρευση υλικού και το σχετικό δέσιμο, άρχισε τις συνοικιακές συναυλίες, με τις οποίες ασχολήθηκε ως το 1977, που υπέγραψε με την Epic. Το πρώτο ομώνυμο και πολύ καλό album τους, βγήκε σε κυκλοφορία ένα χρόνο αργότερα και πούλησε 900.000 αντίτυπα και έγινε πλατινένιο. Ενώ το δεύτερο, “Flirtin’ With Disaster” του ’79, έγινε διπλά πλατινένιο. Η περίπτωση τους, απέδειξε ότι ποιότητα και επιτυχία μπορούν να συνυπάρξουν στο Νότο, πράγμα βέβαια, που είχε αποδειχτεί και από άλλα ανάλογα South συγκροτήματα, όπως Lynyrd Skynyrd, Blackfoot, Allman Rothers Band, Atlanta Rhythm Section… κ.ά.
Μετά από 250 περίπου ζωντανές εμφανίσεις, ο τραγουδιστής Danny Joe Brown, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους Molly Hatchet γιατί υπέφερε από διαβήτη και οι περιοδείες τον είχαν καταβάλει. Αντικαταστάθηκε από τον Jimmy Farrar για δυο δίσκους, ο Farrar τελικά έφυγε από το συγκρότημα εξαιτίας των διαφωνιών του με τα υπόλοιπα μέλη. Το 1981 ξαναγυρίζει στους Molly Hatcher ο Danny Joe Brown, που στο διάστημα αυτό είχε κυκλοφορήσει ένα προσωπικό δίσκο και ήταν καλύτερα στην υγεία του.
Ο δίσκος αυτός είναι μια από τις καλύτερες, ζωντανά ηχογραφημένες ανθολογίες του σκληρού Νότου. Με εξαίρεση ελάχιστες στιγμές μια παρακμιακής light περιόδου που μεσολάβησε μέχρι την ηχογράφηση αυτού του διπλού live, όλα τα τραγούδια είναι δυναμίτες… “Bounty Hunter”, “Boogie No More” και άλλες δόξες του παρελθόντος παρελαύνουν διαδοχικά εδώ, όμως νομίζω ότι η απουσία του “Cheatin’ Woman” είναι μεγάλη παράληψη και αποτελεί ένα μείον στη γενική αρτιότητα του “Double Trouble Live”.
Σίγουρα οι Molly Hatchet, παρ’ όλα που δεν ήταν οι γνησιότεροι στο Southern Rock (δηλαδή Νότιο κλασικό ήχο), ήταν παντοδύναμοι και έδωσαν μια νέα σκληρή πνοή στο χώρο, που ίσως να είχε ατονήσει πριν της ώρας του, αν δεν υπήρχε το Hard Rock αίμα μέσα του, με τους Molly Hatchet, τους Blackfoot, τους 38 Special… κλπ.
Η μεθυστική φωνή του Danny Joe Brown και ο διπλός καθαριστικός συναγωνισμός σπάνε κόκκαλα σ’ αυτό το ζωντανό δίσκο, που οι Molly Hatchet χάρισαν στο κόσμο του Νότου, τον έστω διαφοροποιημένο κάπως λόγο εποχής και μόνο. Κατά τα’ άλλα, έχουμε μια άψογη ενορχήστρωση, έξυπνα διασκευασμένα μακρόσυρτα solos και έντονη συμμετοχή του κοινού. Κλασικό, Νότιο, σκληρό, μεγάλο live, με guest star μια καυτή διασκευή του “Free Bird” των Lynyrd Skynyrd, καθώς και άλλες παλιές, καλά διασκευασμένες Νότιες συνθέσεις όπως το “Dreams I’ll Never See” του Gregg Allman, ή τα “Walks On The Side Of The Angels” και “Walk With You”.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σας ευχαριστώ που διαβάσατε με προσοχή (θέλω να πιστεύω) αυτό το άρθρο μου αφιέρωμα στην μουσική του Νότου που αγαπώ πραγματικά, το Southern Rock. Είναι η δεύτερη μεγάλη μου αγάπη μετά το Heavy Metal, που με συντροφεύει για πάνω από 30 χρόνια τώρα.
Επίσης φίλοι μου, σας ευχαριστώ μέσα από την καρδία μου, για το χρόνο που δώσατε, για να διαβάσετε τα 4 μέρη αυτού του μοναδικού αφιερώματος, για τα Ελληνικά δεδομένα. Αυτό με τιμά ιδιαίτερα, σας ευχαριστώ και πάλι.
Louis Kostopoulos (http://heavy-southern.blogspot.gr)